- τσουτσέκι
- dalkavuk
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τσουτσέκι — το, Ν 1. μικροκαμωμένο άτομο 2. ανήλικο άτομο 3. θρασύς, αυθάδης άνθρωπος («χώνεται σε όλες τις συζητήσεις σαν τσουτσέκι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuce «νάνος»] … Dictionary of Greek